Στα παλιά καλά χρόνια υπήρχε εδώ, σχεδόν κατοικούσε, ένας ιδιοκτήτης, ένας παππούλης που ταυτόχρονα με τη δουλειά του, να αλέθει των χωρικών τα σιτάρια και καλαμπόκια, δεν άφηνε βυζί για βυζί απαρατήρητο και αμελέτητο.
Τα τακτοποίησε όλα τόσο καλά - αφού και πηγή, με κρυστάλλινο κρύο νερό να τρέχει διαρκώς, είχε μεριμνήσει να φτιάξει μπροστά στον μύλο του.
Εκεί έστηνε το καρτέρι του, ο παππούλης, πότε θα φτάσουν τα κοριτσόπουλα να γεμίσουν τις στάνες και τους κουβάδες τους με το νερό του!
Και σκύβοντας αυτά για να γεμίσουν - επίτηδες να έφτιαξε την κάνουλα τόσο χαμηλά; έβρισκε αυτός την ευκαιρία να μελετά όλα τα μέρη των νεανικών μας κορμιών!
Και των έμπροσθεν και των όπισθεν...
Τον φοβόντουσαν πολλά κοριτσάκια, άκουσα σαν μεγάλη να λενε, αλλά εγώ δε θυμάμαι να του έκανα την χάρη να τον φοβάμαι κιόλας!
Δε φτάνει που του κάναμε την χάρη βλέποντάς μας να «την βρίσκει», ποιος ξέρει πώς, θα του κάναμε και την χάρη να τον φοβόμασταν;
Ε, όχι δα!
Απεναντίας πλησιάζοντας προς την πηγή του, εγώ, πατούσα γερά τα πόδια μου, θυμάμαι, από μακριά να του στείλω το σινιάλο: κοίτα παλιόγερε και γερο-παλιο-καυλιάρη ΕΓΩ έρχομαι τώρα και αλίμονό σου αν δω το λυσσιάρικο το βλέμμα σου πάνω στο άσπιλό μου κορμάκι...!
Όχι, δεν είχαμε κανένα περιστατικό, τουλάχιστον όχι εγώ, για άλλες δε βάζω το χέρι μου στην φωτιά...
Έπρεπε, όμως, να μας αγγίξει για να θεωρηθεί περιστατικό;
Το γουρλωμένο και λυσσασμένο του βλέμμα, προς εμάς τα μικρά και απροστάτευτα, δεν είναι ήδη περιστατικό;