Έφτασε κιόλας το πανηγύρι μας. Ο Αη Δημήτρης γιορτάζει κι εγώ δεν έχω εμπνευστεί τι να γράψω!
Νόμισα πως είχα ακόμα καιρό και δεν έχω ετοιμαστεί.
Μα πώς περνάνε έτσι οι μέρες... κρίμα που για πέντε μέρες το χάνω - στις πρώτη Νοεμβρίου θα κατέβω Ελλάδα εγώ!
Έχω να παρευρεθώ στο πανηγύρι μας 20 χρόνια.
Την τελευταία φορά που ήμουν εκεί ήμουν καθοδόν για την Αμερική.
Έφυγα από Σουηδία, έμεινα στην Ελλάδα περίπου τρεις μήνες και μετά συνέχισα για την Αμερική. Κι έτυχα τότε στο πανηγύρι μας.
Τι θυμάμαι από εκείνο το πανηγύρι; Δεν θυμάμαι και πολλά.
Χάρηκα που εκείνο το βράδυ είχα δει την Νίτσα της Φανής που είχα πάρα πολύ καιρό να δω. Αυτό το θυμάμαι.
Την είδα στον χορό, στο καφενείο του χωριού το οποίο τυγχάνει να είναι και του αδελφού μου (νούμερο 7 από Γερμανία) αλλά τέτοια μέρα το ενοικιάζουν διάφοροι για να κονομήσουν κάνα φράγκο. Με πλαστικά πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα, με ξεροψημένες μπριζόλες και στεγνή σαλάτα βγάζουν κι αυτοί κάνα φράγκο!
Η μάνα μου είχε μείνει στο σπίτι να προσέχει τα παιδιά μου, μικρά αυτά τότε, 5 και 3 ετών.
«Δέβα γιάβρουμ εσύ και χόρεψω», μου είχε πει και θυσίασε τον δικό της χαβαλέ. Πολύ της άρεζε να βλέπει τον κόσμο να χορεύει και να διασκεδάζει.
Η διασκέδαση των άλλων ήταν και δική της κι όμως την βραδιά εκείνη, την μοναδική διασκέδαση στο χωριό, την χαλάλισε για μένα.
Άλλα πράγματα δεν θυμάμαι.
Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τις προσευχές μας ο καιρός να είναι ανάλογος με τα ρούχα που είχαμε. Είχαμε κοντομάνικα θέλαμε να φωτίζει ο ήλιος. Είχαμε κάνα παλτό, που καμιά φορά αδέλφια από την Γερμανία μας στέλνανε, παρακαλούσαμε να κάνει κρύο.
Αν μας «άκουγε ο Θεός» δεν το θυμάμαι.
Νόμισα πως είχα ακόμα καιρό και δεν έχω ετοιμαστεί.
Μα πώς περνάνε έτσι οι μέρες... κρίμα που για πέντε μέρες το χάνω - στις πρώτη Νοεμβρίου θα κατέβω Ελλάδα εγώ!
Έχω να παρευρεθώ στο πανηγύρι μας 20 χρόνια.
Την τελευταία φορά που ήμουν εκεί ήμουν καθοδόν για την Αμερική.
Έφυγα από Σουηδία, έμεινα στην Ελλάδα περίπου τρεις μήνες και μετά συνέχισα για την Αμερική. Κι έτυχα τότε στο πανηγύρι μας.
Τι θυμάμαι από εκείνο το πανηγύρι; Δεν θυμάμαι και πολλά.
Χάρηκα που εκείνο το βράδυ είχα δει την Νίτσα της Φανής που είχα πάρα πολύ καιρό να δω. Αυτό το θυμάμαι.
Την είδα στον χορό, στο καφενείο του χωριού το οποίο τυγχάνει να είναι και του αδελφού μου (νούμερο 7 από Γερμανία) αλλά τέτοια μέρα το ενοικιάζουν διάφοροι για να κονομήσουν κάνα φράγκο. Με πλαστικά πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα, με ξεροψημένες μπριζόλες και στεγνή σαλάτα βγάζουν κι αυτοί κάνα φράγκο!
Η μάνα μου είχε μείνει στο σπίτι να προσέχει τα παιδιά μου, μικρά αυτά τότε, 5 και 3 ετών.
«Δέβα γιάβρουμ εσύ και χόρεψω», μου είχε πει και θυσίασε τον δικό της χαβαλέ. Πολύ της άρεζε να βλέπει τον κόσμο να χορεύει και να διασκεδάζει.
Η διασκέδαση των άλλων ήταν και δική της κι όμως την βραδιά εκείνη, την μοναδική διασκέδαση στο χωριό, την χαλάλισε για μένα.
Άλλα πράγματα δεν θυμάμαι.
Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τις προσευχές μας ο καιρός να είναι ανάλογος με τα ρούχα που είχαμε. Είχαμε κοντομάνικα θέλαμε να φωτίζει ο ήλιος. Είχαμε κάνα παλτό, που καμιά φορά αδέλφια από την Γερμανία μας στέλνανε, παρακαλούσαμε να κάνει κρύο.
Αν μας «άκουγε ο Θεός» δεν το θυμάμαι.