Tuesday, May 29, 2007

Ιερό κειμήλιο αυτό!


Η δεύτερη φωτογραφία που έστειλε η Ιωάννα, από την Αστόρια της Νέας Υόρκης, είναι ένα ιερό κειμήλιο...

Ακόμα και τα ονόματα θυμάμαι! Κάποιους από αυτούς τους βλέπω ή περιστασιακά τους έχω δει μα πολλοί παραμένουν στο άγνωστο σκοτάδι.

Ωστόσο θα προσπαθήσω να αναφέρω τα ονόματα όσων θυμάμαι.

Α, πριν αρχίσω ας πω ότι στον κόκκινο κύκλο είμαι εγώ και στον μπλε η Ιωάννα.

Επειδή οι σειρές στην Ελλάδα είναι σαν βρασμένα μακαρόνια ας αρχίσω από τον δάσκαλο, Γκιουζέλη, που ξεκουράζει το χέρι του πάνω στο μαγκί τον Λεωνίδα του Παναστάτη (αυτόν δεν νομίζω να τον έχω δει έκτοτε)

Πάμε δίπλα στην Φωτεινή, της Σοφίας και του Χάμπου που είναι συγγενής μου και κάπου - κάπου την βλέπω (στο βιβλίο μου έχω γράψει γι αυτήν)

Δίπλα της η Μαγδαληνή του περιπτερά, Πόλικα, του οποίου το άπληστο βλέμμα δεν έφευγε από τα κορμιά των κοριτσιών... (Η Μαγάλα, όπως την λέγαμε, μου έδινε καραμέλες όταν της διηγούμουν κάποια ευχάριστη ιστορία... να ‘σαι καλά βρε Μαγάλα)

Δίπλα σ’ αυτήν είναι το καρδιακό μου φιλαράκι, η Γεωργία του Γούρτσαλη (σε περασμένο κείμενο έγραψα γι αυτήν και πολλά ακόμα θα γράψω)
Μπροστά της ο Λάκης του Κουήν, άκου παρατσούκλια βρε....

Η δίπλα, είπαμε, είναι η Ιωάννα με την Μπούλα του Καλέμ μπροστά της και δίπλα στην Μπούλα η αδελφή μου Φρειδερίκη (ως 12έκατο παιδί της οικογένειας είναι και βαφτισιμιό της τότε βασίλισσας της Ελλάδας!)

Μετά είναι η αφεντομουντζούνα μου, που έλεγε και ο συχωρεμένος ο Καζαντζίδης, με κάποιο παιδί από την οικογένεια της Θεώνης μπροστά μου μα δεν θυμάμαι το όνομά του και θαρρώ πως ζει στην νότια Σουηδία.

Για να μην αδικήσω τα μικράκια θα συνεχίσω με την πρώτη σειρά όπου έχουμε την Ερμιόνη του Κουήν και αδελφή του Λάκη (αυτήν την έχω δει πολλές φορές – ήμασταν και συγκάτοικοι όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο στα Κ. Πορρόια
Δίπλα της η Νόπη του Κουλτούρ που μένει στην Στοκχόλμη και κάπου – κάπου βλεπόμαστε.
Και τελευταία, η μελαμψούλα, υποψιάζομαι πως είναι Η Φιφή, η κόρη της αδελφής μου Κερεκής (του νούμερου 1 της οικογένειάς μου)

Ας αρχίσω τώρα από πίσω από την Φιφή όπου η Νίκη του Βάννη ποζάρει χαριτωμένα ανίδεη πως ο άντρας που σε λίγο θα παντρευόταν θα πέθαινε λίγο μόνο καιρό μετά τον γάμο τους....

Δίπλα στην Νίκη και λίγο πιο δεξιά είναι ο Παύλος Νικολαίδης, του Τίγκη, του οποίου η μάννα έφυγε από καρκίνο μαστού (πρόσφατα άκουσα ότι ασκεί καθήκοντα υψηλά ιστάμενου στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης)

Μπροστά στον Παύλο υπάρχουν ένα κορίτσι κι ένα αγόρι το οποίο αγνοώ τελείως αλλά μου θυμίζει οικογένεια Θεώνης και αυτό.
Το κορίτσι, όμως, που είναι και δίπλα μου, λέγεται Ευθυμία μα την αποκαλούσαμε Αλίκη Βουγιουκλάκη! Γιατί άραγε; Να ήθελε να γίνει ηθοποιός;
Το μοναδικό κοριτσάκι ήταν που ονειρευόταν κάτι τέτοιο;

Δίπλα σε μένα από την δεξιά πλευρά, όπως έχουμε την φωτογραφία φάτσα, είναι θαρρώ ένα αγόρι από την οικογένεια του Αλεπού, άκου κι άλλο παρατσούκλι... (η οικογένεια αυτή είχε φύγει για την Αμερική και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη τους – δεν τους ξαναείδα εννοώ και αν θυμάμαι καλά είχε και μια αδελφούλα με το όνομα Αλεξάνδρα)

Ανάμεσα σε μένα και στην Ιωάννα υπάρχει ένα αγοράκι που δεν μου θυμίζει τίποτα.

Πάμε παρακάτω....το κοριτσάκι δεξιά από στην Ιωάννα δεν μου θυμίζει επίσης τίποτα...αλλά πίσω από αυτό το κοριτσάκι και κρυμμένος από τα μαλλιά της φιλενάδας μου, Γεωργίας, φαίνεται λιγάκι ο Γιώργος του Ηλία Μελετλίδη, και συγγενή μου, που επί πολλά χρόνια τέλεσε σαν όργανο της αστυνομίας.

Δεξιά από την Γεωργία είναι ο Χάμπος της οικογένειας Σσέρας - άλλο παρατσούκλι κι αυτό - αδελφός της «Αλίκης Βουγιουκλάκης», που παλιά όταν ζούσε εδώ, στην Στοκχόλμη, από καμιά φορά τον έβλεπα.

Πίσω από αυτόν κι από την Μαγδαληνή είναι μάλλον ο Δανιήλ του Χαντσάρ, του φόβου και του τρόμου μου όταν έβοσκα αρνιά, πρόβατα και αγελάδες και αυτά κάνανε ζημιές σε άλλων χωράφια - ο αγροφύλακας του χωριού αυτός, ήτοι.

Τον τύπο δίπλα στην Δανιήλ δεν τον γνωρίζω ούτε και μου θυμίζει κάποια οικογένεια στο χωριό.
Ανάμεσα στην Φωτεινή και στον Λεωνίδα, επιστρέψαμε στον δάσκαλο και στον Λεωνίδα, είναι ένας συγγενής μου μα δεν τον θυμάμαι καλά...

Νομίζω πως τους ανάφερα όλους κι αν έκανα λάθος διορθώστε με...

Η δε φωτογραφία είναι βγαλμένη στο βουνό Κρούσια, σε μια από τις εξορμήσεις που κάναμε σ’ ένα ηρώο εκεί όπου παρακαλούσαμε τον Θεό να βρέξει...
Παράκληση λέγονταν αυτές οι εξορμήσεις;

(Το χωριό που φένεται πίσω είναι η Καστανούσσα κι όχι το Καλοχώρι!)

Saturday, May 26, 2007

Θυμόσαστε τον Αλέκο και τον Φανούρη;


Ήρθαν κάποιες φωτογραφίες ακόμα από την νοσταλγό του Καλοχωρίου, και κάτοικο Νέας Υόρκης, Ιωάννα, και, τι δε μου θύμισαν....

Μια από αυτές είναι αυτή που βλέπετε και που σίγουρα δεν καταλαβαίνετε!
Ούτε εγώ την κατάλαβα αλλά σύμφωνα με την Ιωάννα είναι από κάποια εκστρατεία όπου φυτεύαμε πεύκα δίπλα στο σχολείο!

Από μια παρόμοια εκστρατεία όπου θα χτίζαμε το μαγειρείο του σχολείου μας έχω μια δυνατή ανάμνηση και αυτή μου ‘ρθε στο μυαλό μόλις είδα την φωτογραφία.

Η παιδική μου φίλη ήταν η Γεωργία Σαρηγιαννίδου του Γούρτσαλη, που λεμε...
Ήμασταν πολύ μα πάρα πολύ κολλητές μέχρι που αυτή παντρεύτηκε και έφυγε από το χωριό και έκτοτε φιλία σαν κι εκείνη δεν έχω αποκτήσει... ούτε και αυτή!

Εκείνο τον καιρό διασκεδάζαμε και γελούσαμε με δυο παιδικές φιγούρες που τις λέγανε Αλέκος και Φανούρης - δε θυμάμαι από πού τις ξέραμε αφού ούτε καν τηλεόραση υπήρχε στο χωριό...
Εγώ ήμουν ο Αλέκος και αυτή ο Φανούρης, ίσως και αντίθετα, και κάθε φορά που μιλούσαμε γι αυτούς ή τους μιμούμασταν σκάγαμε στα γέλια....

Εκείνη την μοιραία μέρα, λοιπόν, κουβαλούσαμε όλοι οι μαθητές πέτρες για να χτιστεί το μαγειρειό μας για να τρωμε συσσίτια, απ’ αυτά που μας έστελναν οι αμερικάνοι....
Εγώ και η Γεωργία πιάσαμε μια μεγάλη και βαριά πέτρα και την κουβαλούσαμε μαζί, ταυτόχρονα, δε, γελούσαμε με ένα από εκείνα τα νευρικά γέλια που συχνά – πυκνά μας έπιανε.

Και, πού αλλού θα κατέληγε η υπόθεση αν όχι στο να πέσει από τα χέρια μας η πέτρα;
Και πάνω σε ποιας πόδι αν όχι στο δικό μου;

Αχ βρε Αλέκο και Φανούρη να σας πάρει και να σας σηκώσει που ανοίξατε ολόκληρη ιστορία!
Διότι ιστορία είχε γίνει εκείνο το πόδι αφού με τα πρακτικά και τα γιατροσόφια κάποιων γυναικών γιατρειά δεν είχε βρει και έπρεπε άρον - άρον να καταλήξω στο νοσοκομείο των Σερρών!

Αργότερα ίσως γράψω τι συνέβη εκεί... ή μάλλον καθοδόν για εκεί!

(Δίχως να ‘μαι σίγουρη αυτή με το ριγέ μπλουζάκι ίσως είμαι εγώ...)

Thursday, May 24, 2007

Σήμερα συγκινήθηκα...


Επειδή και ο θάνατος είναι ένα μέρος της ζωής μας, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να τον φοβόμαστε ή να αποφεύγουμε να τον συζητάμε, σήμερα θα σας γράψω κάτι σχετικό μ’ αυτόν.
Το δείχνει, άλλωστε, και η φωτογραφία των νεκροταφείων του χωριού μου που μας έχει στείλει η Ιωάννα από την Astoria του New York - μέγας νοσταλγός του χωριού μας....

Επηρεάστηκα και από μια κηδεία που ήμουν σήμερα... και «έκατσε» καλά να γράψω και ετούτο εδώ το κείμενο....

Το Πάσχα του 2002 είχε πέσει αρχές Μαίου και έτυχε τότε να ήμουν στην Ελλάδα και να με τρελαίνουν οι παπαρούνες που είχα να τις δω από τότε που είχα φύγει από το χωριό.
Με το νούμερο 1 της σκάλας των αδελφών, την Κερεκή, είχαμε καταφέρει να ξεφύγουμε για λίγο από τις πασχαλινές προετοιμασίες της οικογένειας και παίρνοντας το αμάξι του Νάκη, (γιος του νούμερο 6 αδελφού, Θανάση), την «κάναμε» για το γειτονικό χωριό, Καστανούσσα! Στα γρήγορα να δούμε κάποιους συγγενείς μας γιατί πολλούς τέτοιους έχουμε εκεί.

Σε μια φάση είχε χτυπήσει το κινητό μου και η φωνή του Νάκη αντήχησε: ρεσύ, πούστε ρε, σε δέκα λεπτά είναι έτοιμο το αρνί, να ξέρεις... όποιος γνωρίζει τον Νάκη άκουσε σίγουρα και την φωνή του διαβάζοντάς τα αυτά!

Παρά τις προσπάθειές μου να φτάσουμε στο σπίτι σε δέκα λεπτά, διότι ο Νάκης και ο Βασίλης, το νούμερο 8 αδελφός που επίσης έψηνε το αρνί, ήταν σε θέση να ξεκινήσουν το φαγοπότι και χωρίς εμάς, οι παπαρούνες παντού γύρω μας δεν μ’ άφησαν να τις περάσω ασυγκίνητη.
Με καλούσαν! Ήθελαν να με σταματήσουν να κυλήσω πάνω τους, να τις μυρίσω, να τις αγκαλιάσω, να τις αγαπήσω, να τις θυμηθώ.
Κατάφεραν να με παν 30-40 χρόνια πίσω τότε που σαν κοριτσάκι τις επισκεπτόμουν καθημερινά, παρέα με τα αρνάκια μου...
Και σταμάτησα και τραβήξαμε φωτογραφίες.
Η Κερεκή εμένα κι εγώ αυτήν και πρόλαβα και να πάω το μπουκέτο στους γονείς μου, όπως βλέπετε και στην φωτογραφία.


10-20 πόντους πιο δεξιά από το δεξί μου πόδι, στην φωτογραφία, θάψαμε τον αδελφό μου, τον Βασίλη, ένα μήνα μετά από εκείνο το πασχαλινό τραπέζι, και μόνο 52 χρονών...!

Και 16 μήνες αργότερα θάψαμε και τον Νάκη μας 35 ετών νέος και πατέρας 2 παιδιών.

Ναι, έχω συγκινηθεί από την σημερινή κηδεία! Οι κηδείες γενικά μου θυμίζουν χαμένους αγαπημένους ανθρώπους!



Wednesday, May 23, 2007

Κοίτα τι γίνονται σε πανηγύρια...

Η maria a., που εμπνεύστηκε από το blog του Καλοχωρίου, μας στέλνει ένα κείμενο, δυστυχώς στα σουηδικά γραμμένο, και υποσχέθηκε να μας στείλει την μετάφρασή του. Ίδωμεν!
Δεν αφορά ακριβώς το χωριό μου - αφορά όλα τα χωριά της χώρας μας....

Läste om kalohori det är häftigt, så levande, tänk att vi kan förflytta oss dit så snabbt, vi åtminstone som vet hur det kan se ut.

Sista åren har jag börjat besöka min äldsta syster som bor i byn Fiska (Kilkis) för att återknyta till min glömda barndom.
Det är väldigt roligt att vi har varandra och får möjlighet att kunna umgås trots många svårigheter som överskuggar våra liv.
Förra året när jag besökte henne för en vecka efter att de hade haft den sedvanliga marknaden på profeten Ilias dagen fick jag lite lust att besöka en ”panigiri”. Vi besökte en kväll en i en grannby men efter en stund förstod jag att det inte var något för mig.

Vi var många (tog med oss barnbarnen) och hade inte så mycket pengar heller. Insåg att det var hur dyrt som helst för att sitta på en plats där det sedan pontiska artister skulle spela till små timmarna på morgonen.
Det kostade astronomiska priser i våra mått att få en plats. Jag förundrades över att det började bli fullt på ställena och förstod att folk hade pengar att spendera. Min akademiska lön föreföll som en smula.

Hursomhelst efter att vi gick rund och insöp lukterna av alla grillade maträtter och det saftades i munnen på mig försökte jag bestämma varifrån jag skulle köpa en souvlaki. Men varje gång gick vi vidare för att kanske hitta en ännu bättre. Glömde att berätta att jag var på dålig humör också, kände mig som fisken utanför vatten.

Det kanske var minnen från min barndom som kom fram men jag mådde inte bra av hela skådespelet. Till slut köpte vi var sin kalamboki och var sin souvlaki och satte oss på bron över en liten flod och åt till alla andras åskådan.
Jag tror bane mig att vi till slut köpt souvlaki från den sämsta stället. Vi samlade fort barnen och åkte därifrån men var ändå glad att vi kom dit därför att min syster anfötrode sig för mig att hon inte hade varit på någon annan panigiri än den som var i hennes by.
I hennes by kunde hon inte förbjudas att vara med därför att allting pågick framför hennes hus och hon har aldrig betalat för att ta del för underhållningen.

Vi kom hem till henne och tystnaden och jag kände mig väldigt lättad över att denna mardröm tog slut. Jag satte mig på hennes veranda och njöt av skymningen då jag helt plötsligt började höra spelas pontisk musik.
Det lät jätte vackert, äkta och rörde min själ i djupet. Tänkte att det kanske var någon förlovning eller någon fest eller något tillfälligt bara men det bara fortsatte.
Musiken blev bättre och bättre. Adrenalinet i min kropp började höjas och jag frågade vad det var som hände. Om någon visste vem och var det spelades så vackert. Jag gick ner till min syster och sa till henne att vi måste gå och gratulera dessa personer vilka de var att de spelade väldigt bra.

För att avsluta storyn lite snabbt vi gick hem till en familj vars de tre söner var musiker 13-20 år gamla men den yngsta som bäst och de bara övade tillsammans med några andra vänner musiker också.
På samma sätt som oss kom flera bybor förbi och vi satt ute på deras gård i en halvcirkel tillsammans med barnens mor och farföräldrar och njöt av den mest fantastiska pontiska musiken som jag någonsin hade hört i mitt liv med stjärnhimmel och Belles bergen som vittne.

Vi uppmuntrades att gå upp och dansa och det gjorde vi.
På så sätt arrangerade Gud för oss detta underbara arrangemang som har etsats sig som en oförglömlig upplevelse från min semester förra året.

Denna sanna historia är en liten present till dig simela.
Tack för att du skriver så bra och berör våran hjärtan.
maria a.




Sunday, May 20, 2007

Τέσσερις με έναν!

Στο προηγούμενο κείμενο, στο πρώτο του νέου αυτού blog που αφορά το χωριό μου, έγραψα για μια βόλτα που θα είχα κάνει εάν ήμουν εκεί.
Θα επισκεπτόμουν μερικούς, έγραψα, μα αργότερα αντιλήφθηκα ότι οι πέντε από αυτούς, που θα είχα επισκεφτεί, έχουν χάσει τα ταίρια τους.

Η Σοφία του Χάμπου, η Μελπού του Στάθη, ο Ναζλού του Παναή, η Πέπη του Σούκα και ο Τίγκης (Ναστάσης) με την νταρντανογυναίκα την Φούλα που πριν πολλά χρόνια την έχει φαει ο άπονος ο καρκίνος!
Τους άλλους δεν ξέρω τι τους έχει φαει - δεν γίνεται να τα θυμάσαι όλα - αλλά γι αυτήν ξέρω ότι όγκος στον μαστό της είχε μεγαλώσει τόσο που δε σωζόταν με τίποτα.
Και γι αυτό ενοχοποιώ τον Θεό που έχει κάνει την γυναίκα, κυρίως αυτήν, να ντρέπεται και από τον ίδιο τον εαυτό της με αποτέλεσμα να μην τολμά να ψάχνει αυτό που όφειλε να της ανήκει ολότελα - το ίδιο της το κορμί... άσε, με πονά αυτό το θέμα κυρίως τώρα που κι εγώ έχω προσβληθεί από την ίδια αυτή βάρβαρη ασθένεια.

Πάμε στους πέντε χωριανούς μου, στις τέσσερις και έναν, που αυτό και μόνο κάτι, ίσως, θέλει να μας πει.
Εγώ, τουλάχιστον, αναρωτιέμαι γιατί οι άντρες φεύγουν πιο γρήγορα από τις γυναίκες!
Ωστόσο, κάτι άλλο εμένα μου κάνει την μεγάλη εντύπωση.

Γιατί οι τέσσερις γυναίκες έκτοτε έχουν μείνει άνευ συντροφιάς ενώ ο ένας άντρας την «σπίτωσε» την ρωσίδα!
Γιατί ρε;
Γιατί, ρε άντρα, πίστεψες ότι δεν ΜΠΟΡΕΙΣ;
Τι είναι αυτό που δεν μπορείς, βρε άμοιρε;
Γιατί, μωρέ, αυτοθεωρήθηκες ανήμπορος, ανίκανος, άπορος και ΜΙΣΟΣ και ότι πρέπει κάποιος να σε συμπληρώσει;
Γιατί, δηλαδή, η Μελπού στα 30-35 της, μέσα στο άνθος και στην τρέλα της νεότητας, με τέσσερα παιδιά για μεγάλωμα, μπόρεσε κι εσύ, δίχως καν παιδιά και φασαρίες, δεν μπόρεσες;

Αλλά τι με νοιάζει, μωρέ, εμένα...
Δεν πα να κάνετε ότι θέλετε...
Το αστείο, ωστόσο, είναι ότι τα πρότυπα είναι ακριβώς τα ίδια ακόμα και εδώ, στην εξελιγμένη και μοντέρνα Σουηδία.
Ουδεμία διαφορά, δηλαδή!

Αυτό κι αν δεν είναι ειρωνεία και χωρατό: Να μπορεί η γυναίκα και να μη μπορεί ο άντρας!

Friday, May 18, 2007

Μια βόλτα στο χωριό μου...

Μου ‘ρθε μια επιθυμία, σήμερα το πρωί, να βρισκόμουν στο χωριό μου, στο Καλοχώρι Σερρών. Να καθόμουν καμιά εβδομάδα, υπολόγιζα στο μυαλό μου, που αλλιώς καμιά μέρα μόνο αράζω εκεί.
Και περίπου έτσι σκέφτηκα πως θα περνούσα την πρώτη μου μέρα:

Θα κατέβαινα προς τα νότια, πρωί - πρωί, για το απαραίτητο μου βάδην. Αν θυμάμαι καλά Αρμουτλούα τα λέγαμε εκείνα τα χωράφια.
Κι αν έβλεπα και κανένα φίδι, που τα άτιμα πολύ με φόβισαν σαν μικρό, ε, θα την πάλευα την κατάσταση.

Επιστρέφοντας από εκεί ίσως έπαιρνα τον καφέ - τσάι μου με καμιά φέτα, σαν πρωινό, στην αδελφή μου, την Κερεκή, που μένει ακριβώς κάτω από το πατρικό μου σπίτι το οποίο σήμερα είναι ισοπεδωμένο...
"100 άτομα είστε, δεν μπορεί κάποιος σας να το γρεμίσει μη πέσει από μόνο του και σκοτώσει κανέναν περαστικό...;", μας είπαν από τις υπηρεσίες και ο Χρίστος, ο αδελφός μου από την Γερμανία, το γκρέμισε!

Και αφού η ώρα θα έχει γίνει περίπου 10 θα ξεκινούσα τις επισκέψεις μου ξεκινώντας, ας πούμε, από την Σοφία του σχωρεμένου του Χάμπου, στον κάτω μαχαλά.
Είμαι παιδί του κάτω μαχαλά γι αυτό και τον νοιώθω πιο δικό μου...

Αφού, λοιπόν, θα τα λέγαμε με την Σοφία και αφού θα έπαιρνα το τρατάρισμά της, κατά προτίμηση κανένα φρούτο από τον κήπο της, θα έκανα και το visit μου στην Μελπού, ακριβώς δίπλα της, για να πάρω προφανώς άλλο ένα φρούτο ή ένα κομμάτι λαχανικό – ζαρζαβάτι, επίσης από τον κήπο της.

Στη συνέχεια έχουμε τον πρόεδρο του χωριού μας, τον Λάκη, με την χαριτωμένη του γυναίκα, που δεν θυμάμαι το όνομά της.
Αν μη τι άλλο θα έπαιρνα από εκεί ένα νούμερο που ποτέ δεν έχω μάθει.
Τον αριθμό κατοίκων του χωριού μας.
Αλήθεια πόσοι μένουν στο Καλοχώρι Σερρών;

Από εκεί θα συνέχιζα στην Χρυσούλα του Παντελή, την κοντούλα και ευγενική, που μετά τον χαμό του γιου της έτσι, αόριστα, πάντα την πονώ.

Επιστρέφοντας προς το κέντρο του χωριού, διότι σχεδόν θα είχα φτάσει... στην Ροδόπολη, α ναι, ίσως έκανα κι άλλα 50 μέτρα να πω την καλημέρα μου και στον μέγα Χίτλερ με την Θυμία του, θα περνούσα από την Πεπέκα του Γούρτσαλη, με την ευκαιρία να έπαιρνα και καμιά μπριζόλα. Εκεί είναι το super-mini market του χωριού.
Και αυτό σε περίπτωση που στην "γύρα" μου δεν θα είχα μαζέψει λαχανικά ή ζαρζαβάτια που ασφαλώς και θα τα προτιμούσα από το κρέας όσο χωριάτικο κι αν είναι αυτό.

Θα έφτανα λοιπόν στο σπίτι διότι θα είχε μεσημεριάσει και θα έκανα το μεσημεριανό μου φαγητό καθώς και την πνευματική μου κούρα με διάβασμα κλπ.

Το απόγευμα θα έκανα τις απαραίτητες μου επισκέψεις στην γειτονιά, στην Πέπη του σχωρεμένου του Σούκα, στην Ναζλού του σχωρεμένου του Παναή (πολλοί οι σχωρεμένοι) και φυσικά στην αδελφή μου την Κερεκή.
Απαραίτητη, ασφαλώς, και η επίσκεψή μου στον ωραίο της γειτονιάς και στον σοφιστικέ του χωριού μας, στον Στάθη του Λάμπου με την Σταματία του!

Και πολύ μα πάρα πολύ θα ήθελα να δω την γειτόνισσά μου, την σχωρεμένη την Φούλα, την γυναίκα του Τίγκη, του Αναστάση του Χάτσου, δηλαδή.

Άκουγα από μικρή ότι ο όγκος στο στήθος της είχε μεγαλώσει τόσο που ο κόσμος αναρωτιόταν γιατί δεν το είχε δει και γιατί δεν είχε κάνει κάτι νωρίτερα... θαρρείς και αυτές, που φοβούνται ή ντρέπονται να δείξουν τα γυναικεία τους κομμάτια, όχι μόνο στον άντρα τους αλλά και στον ίδιο τον εαυτό τους, κάτι θα έκαναν...

Κάπως έτσι υπολογίζω να περνούσα την πρώτη μου μέρα στο χωριό.
Καλό;